- λαδομπογιά
- ητο ελαιόχρωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαδομπογιά — η 1. πυκυή βαφή που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού λινελαίου και χρωστικής ουσίας, ελαιόχρωμα 2. συνεκδ. ελαιογραφία, ζωγραφικός πίνακας φιλοτεχνημένος με ελαιοχρώματα … Dictionary of Greek
λαδομπογιατίζω — [λαδομπογιά] ελαιοχρωματίζω … Dictionary of Greek
ελαιοβαφή — η βαφή με ελαιόχρωμα, με λαδομπογιά … Dictionary of Greek
ελαιοχρωματίζω — χρωματίζω με ελαιόχρωμα, με λαδομπογιά, λαδομπογιατίζω … Dictionary of Greek
ελαιόχρωμα — το χρώμα που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού και χρωστικής ουσίας, κν. λαδομπογιά αποτελείται από ξηραινόμενα έλαια, οργανικά και ανόργανα χρώματα αδιάλυτα στο νερό και ένα διαλύτη το πιο συνηθισμένο ξηραινόμενο έλαιο είναι το λινέλαιο και ως… … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
χρωμάτωση — η, Ν [χρωματώ] 1. χρωμάτισμα, βαφή 2. αλλαγή τού συνήθους χρώματος τού δέρματος 3. η αρχική επάλειψη ζωγραφικού πίνακα με λαδομπογιά για να δοθεί η εντύπωση τού βάθους … Dictionary of Greek
σωσίβιο — Κατασκεύασμα που επιπλέει και που αποβλέπει στη διάσωση ανθρώπου που έπεσε στη θάλασσα. Το κλασικό σ. είναι σχήματος στρογγυλού (κρίκος) και κατασκευασμένο από γερό ύφασμα, παραγεμισμένο με ρινίσματα φελλού και χρωματισμένο εξωτερικά με… … Dictionary of Greek
ελαιοχρωματίζω — μτβ., χρωματίζω με λαδομπογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιόχρωμα — το, ατος χρώμα που γίνεται από ανάμειξη λαδιού με χρωστικές ουσίες και ένα διαλύτη, η λαδομπογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)